Η μετακινούμενη κτηνοτροφία ως παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά
Χρειάστηκαν δέκα ολόκληρα χρόνια και μαραθώνιες διαβουλεύσεις μέχρι να ληφθεί τελικά στην εκπνοή του περιασμένου χρόνου η απόφαση ότι η Μετακινούμενη Κτηνοτροφία πρέπει να εγγραφεί στον κατάλογο της Unesco για την παγκόσμια άυλη πολιτιστική κληρονομιά.
Την προσπάθεια έκαναν από κοινού Ελλάδα, Αυστρία και Ιταλία, χώρου όπου παραδοσιακά οι κτηνοτρόφοι μετακινούν τα κοπάδια τους το χειμώνα και το καλοκαίρι, διαδραματίζοντας έναν πολύ σημαντικό ρόλο τόσο για το περιβάλλον όσο και για τη διαφύλαξη της πολιτστικής κληρονομιάς των χωρών αυτών.
Ο όρος «μετακινούμενη κτηνοτροφία» δηλώνει την ετήσια μετακίνηση κοπαδιών μεταξύ θερινών και χειμερινών βοσκοτόπων, ανεξάρτητα από το μέσο και την απόσταση που διανύουν. Η πρακτική της μετακίνησης βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτισμικής και κοινωνικής συγκρότησης των ορεινών κτηνοτροφικών κοινοτήτων, ενώ έχει συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση του τοπίου των περιοχών που αναπτύχθηκε ιστορικά. Συγκεκριμένα για την Ελλάδα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ελληνική παραδοσιακή κτηνοτροφία, και έχει συμβάλει ιδιαίτερα στη διαμόρφωση του ελληνικού τοπίου και του οικοσυστήματος στη χώρα μας.
Οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι είναι φορείς γνώσεων και πρακτικών, που σχετίζονται αφενός με τη βέλτιστη αξιοποίηση των διαθέσιμων φυσικών πόρων (λιβάδια, υδάτινες πηγές κ.ά.) και των κλιματικών δεδομένων, και αφετέρου με την παραγωγή ποιοτικών αγροδιατροφικών προϊόντων.
Η μετακινούμενη κτηνοτροφία συμβάλει ακόμη στην ανάπτυξη ορεινών και μειονεκτικών αγροτικών περιοχών, κρατώντας τον νέο κόσμο στην ύπαιθρο.
Η εγγραφή της Μετακινούμενης Κτηνοτροφίας καλύπτει ένα συνολικό πολιτισμικό φαινόμενο που, παρά τις επιμέρους ειδικές εκφράσεις του στις κοινότητες των τριών χωρών που υπέβαλαν τον φάκελο, αναδεικνύει την αξία της εμπειρικής γνώσης για τον τόπο και το περιβάλλον, αλλά και για τη βιώσιμη αξιοποίηση των φυσικών πόρων.
Η Σύμβαση για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς αποτελεί διεθνή συνθήκη που υιοθετήθηκε από την UNESCO το 2003 και κυρώθηκε από την Ελλάδα το 2006. Προέκυψε ως ώριμος καρπός του διεθνούς προβληματισμού σχετικά με την έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς, με ιδιαίτερη έμφαση στις πολιτισμικές πρακτικές που συγκροτούν τη ζωντανή παράδοση και οι οποίες δεν αφήνουν πάντοτε απτό, υλικό ίχνος (π.χ. μουσική, χορός, γνώσεις και πρακτικές κ.ά.).
Η Σύμβαση, αναγνωρίζοντας ότι η άυλη πολιτιστική κληρονομιά συχνά υπερβαίνει τα σύνορα μιας δεδομένης χώρας, δίνει τη δυνατότητα στα κράτη-μέρη της να υποβάλουν, εκτός από εθνικούς, και διεθνικούς φακέλους προκειμένου να εγγράψουν στους Διεθνείς Καταλόγους στοιχεία της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς που ασκείται ή επιτελείται στο έδαφός τους.
Τα 8 εγγεγραμμένα στοιχεία ΑΠΚ της Ελλάδας στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας (UNESCO, 2003) είναι τα εξής:
- Μεσογειακή Διατροφή, 2013, από κοινού με Ιταλία, Ισπανία, Μαρόκο, Πορτογαλία, Κύπρος, Κροατία
- Η Τεχνογνωσία της Παραδοσιακής Μαστιχοκαλλιέργειας στη Χίο, 2014
- Η Τηνιακή Μαρμαροτεχνία, 2015
- Το εθιμικό δρώμενο των Μωμόερων σε οκτώ χωριά της Κοζάνης, 2016
- Το Ρεμπέτικο, 2017
- Η Τέχνη της Ξερολιθιάς, 2018, από κοινού με Γαλλία, Ελβετία, Ισπανία, Ιταλία, Κροατία, Κύπρος, Σλοβενία
- Η Μετακινούμενη Κτηνοτροφία, 2019, από κοινού με Αυστρία, Ιταλία
- Βυζαντινή Μουσική ή Ψαλτική Τέχνη, 2019, από κοινού με την Κύπρο