Κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου, που παραχώρησε η ΕΔΟΚ και με την παρουσία πολλών δημοσιογράφων, ο Πρόεδρος της ΕΔΟΚ κ. Λευτέρης Γίτσας, αναφέρθηκε στο δύσκολο οικονομικό περιβάλλον των τελευταίων τριών ετών, αλλά και των διαφόρων γραφειοκρατικών ζητημάτων, που μπόρεσαν και ξεπέρασαν με επιτυχία ώστε σήμερα η ΕΔΟΚ να ανταποκρίνεται πλήρως στις υποχρεώσεις της.
Επίσης αναφέρθηκε στο ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα της παραβατικότητας στον τομέα της αγοράς του κρέατος, που αντιμετωπίζουν με σταθερά βήματα, αλλά και στον πάγιο στόχο της συνεχούς διεύρυνσης της ΕΔΟΚ.
Σε ότι αφορά τη δημιουργία του Εθνικού Ελληνικού Τουριστικού Γαστρονομικού Χάρτη, που συνδυάζει τον πρωτογενή τομέα, την παραγωγή, την γαστρονομία με τον τουρισμό, διαπιστώθηκε ότι υπάρχει αδυναμία κάλυψης των συνεχώς αυξανόμενων αναγκών για ελληνικό κρέας. Η ζήτηση της αγοράς καλύπτεται από εισαγόμενο κρέας, κυρίως από Ν. Ζηλανδία και Ρουμανία.
Έτσι η ΕΔΟΚ ανέλαβε την πρωτοβουλία κατάρτισης προγράμματος ώστε, με ανάλογες δράσεις να υπάρχει μεγαλύτερο ποσοστό αυτάρκειας ελληνικού κρέατος κατά την τουριστική περίοδο. Το πρόγραμμα είναι τριετές και περιλαμβάνει το κρεοπαραγωγικό αρνί, το βόειο ελευθέρας βοσκής, τον μαύρο χοίρο και τον νεροβούβαλο.
Στην συνέχεια ο κ. Λ. Γίτσας αναφέρθηκε στην πολύ χαμηλή παραγωγή πρόβειου και βόειου κρέατος, σε σχέση με το ζωικό κεφάλαιο που διαθέτει η Ελλάδα και θα πρέπει με τον ανάλογο προγραμματισμό, το δυνατόν συντομότερα, να βελτιωθεί.
Επίσης τόνισε ιδιαίτερα τις επί δεκαετίες πολύ χαμηλές τιμές των κρεάτων, που αποτελούν την αιτία της συνεχούς εγκατάλειψης των κτηνοτρόφων, τα τελευταία χρονιά, αφού ένα κιλό κρέας που θα καταναλωθεί από τετραμελή οικογένεια είναι πιο φθηνό από τα φασόλια ή ένα φλιτζάνι καφέ.
Ο Πρόεδρος αναφέρθηκε επίσης στην πολύ μικρή κατανάλωση πρόβειου κρέατος κατ’ άτομο στην Ελλάδα. Πριν 10 χρόνια ήταν περίπου 3 κιλά ετησίως, ενώ σήμερα ξεπέρασε τα 8 κιλά.
Τόνισε ιδιαίτερα τις επιπτώσεις από την υγειονομική κρίση της πανδημίας, που αναδείχθηκαν όλες οι αδυναμίες του παραγωγικού μας μοντέλου, που σε μια σοβαρή κρίση, δεν θα μπορέσει να κρατήσει την χώρα μας όρθια, αφού δεν υπάρχει αυτάρκεια κρέατος. Ας αναλογιστούμε ότι για τις εισαγωγές πληρώνονται τα μισά χρήματα από τις επιδοτήσεις που εισπράττει η χώρα μας, για την γεωργία και την κτηνοτροφία.
Ιδιαίτερα τόνισε ότι η ΕΔΟΚ, τα τελευταία χρόνια πολλές φορές ενημέρωσε τις αρχές για αυτά τα θέματα, χωρίς να υπάρξει το ανάλογο ενδιαφέρον.
Έτσι αποφασίστηκε από τα μέλη της ΕΔΟΚ, να προχωρήσουν στην εκτέλεση προγραμμάτων συγκεκριμένων δράσεων, για την αντιμετώπιση όλων των παραπάνω.
Για τον λόγο αυτό η ΕΔΟΚ σχεδίασε και πέτυχε διάφορα προγράμματα ερευνητικά με σημαντικές συνέργειες, από την παραγωγή και την ακαδημαϊκή κοινότητα, ώστε στο τέλος της τριετίας να υπάρξουν έτοιμες βιώσιμες λύσεις για κάθε κτηνοτρόφο που θα θελήσει να τις ακολουθήσει.
Ακόμα, αναφέρθηκαν στα πενταετή προγράμματα εκπαίδευσης, ενημέρωσης και διάχυσης της γνώσης, που θα αποκομίσουν οι κτηνοτρόφοι από την εφαρμογή τους.
Επίσης ανακοίνωσαν ότι με την εφαρμογή των προγραμμάτων, υπάρχει τεράστια προβολή εντός και εκτός Ελλάδος, μέχρι τώρα, έτσι διπλασιάστηκαν οι εξαγωγές και εκτοξεύτηκε η κατανάλωση στον ελλαδικό χώρο, και ο καταναλωτής καταναλώνει περισσότερο πρόβειο στην εστίαση, παρά από τον κρεοπώλη και το super market.
Oι δράσεις είχαν σαν αποτέλεσμα, η ζήτηση να είναι μεγαλύτερη από την προσφορά και σταδιακά ξεκίνησε η αποκατάσταση των τιμών, προς τα πάνω. ΄Ετσι η κτηνοτροφία θα είναι και πάλι μεταξύ των επαγγελματικών επιλογών του Έλληνα.
Για να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση και ο υγιής ανταγωνισμός η ΕΔΟΚ προσεγγίζει συνεχώς νέες αγορές όπως η Σ. Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τώρα στοχεύει στις αγορές ΗΠΑ και Καναδά.
Τέλος, ο Πρόεδρος της ΕΔΟΚ, αναφέρθηκε στις συνεργασίες με διεθνείς οργανισμούς και στην συμμετοχή της ΕΔΟΚ, σαν ιδρυτικό μέλος στην συνάντηση των Βρυξελλών, όπου κηρύχθηκε η έναρξη των εργασιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Κτηνοτροφίας (SELMA), με την παρουσία υπουργών Αγροτικής Ανάπτυξης και ευρωβουλευτών από τις κύριες πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που ζήτησαν την υιοθέτηση μιας κοινής ευρωπαϊκής προσέγγισης για τη βιωσιμότητα της κτηνοτροφίας.