Μια σύντομη ιστορία των Διεπαγγελματικών στην Ευρώπη

 

Οι Διεπαγγελματικές Οργανώσεις στον αγροτικό τομέα υπάρχουν εδώ και τουλάχιστον 50 χρόνια σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ κάθετη συνεργασία και νομοθεσία για την ομαδοποίηση των φορέων ή για την επίσημη αναγνώριση των διεπαγγελματικών συμφωνιών στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων διατροφής υπήρχαν σε ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ για περισσότερο από 80 χρόνια. Μια από τις πρώτες συμφωνίες μεταξύ των διαφόρων παραγόντων της αλυσίδας εφοδιασμού που αναγνωρίστηκε επίσημα, αναφέρεται στη ζάχαρη και χρονολογείται από το 1931 στη Γαλλία. Οι παραγωγοί τεύτλων και τα εργοστάσια ζάχαρης συμφώνησαν σχετικά με τους κανόνες για τον καθορισμό των τιμών και για τον περιορισμό του όγκου της παραγωγής, προκειμένου να ξεπεραστεί η υπερπαραγωγή. Στην Ισπανία, η προέλευση των σημερινών ΔΟ μπορούν να αναχθούν στο 1932. Στην Ολλανδία, νόμοι ήταν σε ισχύ από το 1950 σχετικά με την καθιέρωση των λεγόμενων δημόσιων οργανισμών («Wet op de Bedrijfsorganisatie”) που ρύθμιζαν, μεταξύ άλλων, τη λειτουργία των Συμβουλίων Εμπορευμάτων (“Productschappen”), τα οποία μπορεί εν μέρει να θεωρηθούν ως προκάτοχοι των σημερινών.

Ο πρώτος νόμος σχετικά με την αναγνώριση των Διεπαγγελματικών Οργανώσεων υιοθετήθηκε στη Γαλλία το 1975, μετά την κρίση του 1973. Ο νόμος προέβλεπε ότι ‘οι συμφωνίες που συνάπτονται μέσα στο πλαίσιο μιας Διεπαγγελματικής Οργάνωσης, θα πρέπει να είναι συμβατές με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας”. Καθότι, όμως, δεν υπήρχε ένα ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο, ήταν επόμενο να κατατίθενται διαρκώς ενστάσεις και καταγγελίες στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.  Οπότε οι γαλλικές Αρχές προχώρησαν το 1985 στην κατάθεση ενός μεμοράντουμ στην Κομισιόν. Τότε αναγκάστηκαν να δείξουν ενδιαφέρον οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Αντί όμως να υιοθετήσει μια οριζόντια νομοθεσία για τους αγροτικούς τομείς, η Κομισιόν πρότεινε μια τομεακή προσαρμογή των διεπαγγελματικών αρχών μέσω κοινών οργανώσεων αγοράς (ΚΟΑ).  Ως εκ τούτου, οι διαδοχικές μεταρρυθμίσεις της ΚΟΑ για τον καπνό (το 1992), της ΚΟΑ των οπωροκηπευτικών (το 1996), της ΚΟΑ οίνου(το 1999), και της ΚΟΑ του ελαιολάδου(το 2004), έδωσαν την ευκαιρία για να εισαχθούν οι πρώτες διατάξεις που αφορούν αναγνωρίσεις και συνθήκες εργασίας των ΔΟ.

Σύμφωνα με την πρώτη αυτή αναγνώριση της ύπαρξής τους, ο ορισμός των διεπαγγελματικών οργανώσεων αναφερόταν ως “οι σχέσεις που έχουν δημιουργηθεί μεταξύ των διαφορετικών επαγγελματικών κατηγοριών που ασχολούνται με την παραγωγή, προώθηση- και όπου συνάδει- επεξεργασία οποιουδήποτε αγροτικού προϊόντος ή ομάδας προϊόντων”.  Οι σχέσεις αυτές περιγράφονται ως κάθετες και διαχωρίζονται από την οριζόντια συνεργασία όπως για παράδειγμα των ενώσεων των παραγωγών ή τις ομοσπονδίες ενώσεων παραγωγών (ΑΡΟ), που στοχεύουν στην προώθηση της συγκέντρωσης παροχής αγροτικών προϊόντων και την προσαρμογή της στις απαιτήσεις της αγοράς. Βάσει των πρώτων σκέψεων της Κομισιόν, η ανάπτυξη διεπαγγελματικής συνεργασίας θα μπορούσε να “βελτιώσει την κερδοφορία της γεωργίας μέσω της ενίσχυσης της συνεργασίας στην προώθηση-πώληση και την αξιοποίηση ποιοτικών και/ή τοπικών χαρακτηριστικών”.

Αρχικά η Κομισιόν δεν θεωρούσε ό,τι αυτή η διεπαγγελματική συνεργασία θα μπορούσε να επεκταθεί σε όλους τους αγροτικούς κλάδους, καθώς οι μόνες αναφορές στην ΚΑΠ ήταν για οργανώσεις στο ελαιόλαδο, τα οπωροκηπευτικά και τον καπνό. 

Χρειάστηκε να περάσουν 23 χρόνια για να έρθει ο Κανονισμός (EU) No 1308/2013, που αφορά τη διεπαγγελματική δραστηριότητα σε όλους τους αγροτικούς τομείς και αναγνωρίζει ότι οι διεπαγγελματικές οργανώσεις διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο στη διευκόλυνση του διαλόγου μεταξύ των παραγόντων της εφοδιαστικής αλυσίδας και την προώθηση των καλύτερων πρακτικών, όπως και της διαφάνειας στην αγορά. Ο συγκεκριμένος κανονισμός περιλαμβάνει κοινές προβλέψεις για την αναγνώριση των διεπαγγελματικών οργανώσεων για όλους τους τομείς και ορίζει ξεκάθαρα ποιά θα είναι τα πλεονεκτήματα-οφέλη μετά την αναγνώρισή τους. Παραμένουν, βέβαια, κάποια περιορισμένης έκτασης ειδικά χαρακτηριστικά σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων, όπως το γάλα και τα γαλακτοκομικά και ο καπνός. 

Μελέτη για λογαριασμό της ΕΕ, δημοσιοποίηση Φεβρουάριος 2017

Η ενδιαφέρουσα μελέτη που διενεργήθηκε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα για της Διεπαγγελματικές Οργανώσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το νομικό πλαίσιο λειτουργίας τους, τους στόχους τους, τα οφέλη που απορρέουν από τη συμμετοχή σε αυτές για τα μέλη τους, αλλά και τις δυνατότητες που υπάρχουν για το μέλλον και με ποιές προϋποθέσεις θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν όλη τη δυναμική τους.

Η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική ανά κράτος-μέλος. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι την ολοκλήρωση συλλογής στοιχείων για τη μελέτη (1η Ιουνίου 2016),  Διεπαγγελματικές Οργανώσεις είχαν τυπικά αναγνωριστεί μόνο σε οκτώ χώρες: Γαλλία, Ουγγαρία, Ελλάδα, Ιταλία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ρουμανία και Ισπανία. Έντεκα χώρες της Ε.Ε. έχουν νομικό πλαίσιο για Δ.Ο. αλλά δεν έχουν ακόμη καμία τυπικά αναγνωρισμένη Διεπαγγελματική. Ως αιτίες για τη μη-αναγνώριση Δ.Ο. σε αυτές τις 11 χώρες, αναφέρονται: έλλειψη ενημέρωσης, προτίμηση σε άλλες οργανωτικές δομές, έλλειψη χρηματοδοτικών δυνατοτήτων, δυσπιστία προς την κάθετη συνεργασία, γραφειοκρατικά εμπόδια. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν εννέα κράτη μέλη που δεν έχουν σε ισχύ νομικό πλαίσιο για Δ.Ο.: Δανία, Εσθονία, Φινλανδία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Λιθουανία, Σουηδία, Σλοβενία και Ην. Βασίλειο.

Την 1η Ιουνίου 2016, η υπήρχαν 123 αναγνωρισμένες Δ.Ο. Ο αριθμός των Δ.Ο. στην Ευρώπη αυξήθηκε από τις 56 το 1990 σε 123 το 2016, ενώ αναμενόταν η αναγνώριση μερικών ακόμη το β΄ εξάμηνο του 2016. Οι περισσότερες από τις μισές αναγνωρισμένες Δ.Ο. είναι γαλλικές (63), ενώ στις υπόλοιπες επτά χώρες, οι αριθμοί έχουν ως εξής: 7 στην Ελλάδα, 6 στην Ουγγαρία, 3 στην Ιταλία, 27 στην Ισπανία, 7 στην Ολλανδία, 5 στη Ρουμανία και 5 στην Πορτογαλία.

Εθνικές Διεπαγγελματικές Οργανώσεις είναι οι 85 από τις 123, ενώ περιφερειακές Διεπαγγελματικές υπάρχουν μόνο στη Γαλλία (κυρίως στον κλάδο του οίνου) και την Ισπανία.

 

Προϋπολογισμοί και Eισφορές

Οι προϋπολογισμοί των Δ.Ο. παρουσιάζουν υψηλή διαφοροποίηση και κυμαίνονται από μερικές χιλιάδες ευρώ μέχρι περισσότερο από 40 εκατ. ευρώ. Το ένα τρίτο περίπου των Δ.Ο. έχουν προϋπολογισμό μικρότερο από 100.000 ευρώ. Μόνο 13 Δ.Ο. αναφέρουν προϋπολογισμό που υπερβαίνει τα 10 εκατ. ευρώ ετησίως (οι 10 από αυτές είναι γαλλικές). Ο μέσος προϋπολογισμός μιας Δ.Ο. είναι υψηλότερος στη Γαλλία (5,5 εκατ. ευρώ), και ακολουθούν η Ολλανδία (2,3 εκατ.), η Ισπανία (1,5 εκατ.) και η Ρουμανία (0,9 εκατ.). Ο μέσος ετήσιος προϋπολογισμός μιας Δ.Ο. σε Ουγγαρία, Πορτογαλία, Ελλάδα και Ιταλία ήταν μικρότερος από 100.000 ευρώ. Οι κύριες πηγές χρηματοδότησης είναι οι συνδρομές μελών (και μη-μελών, όπου αυτό ισχύει). Αυτή η πηγή αντιπροσωπεύει το 80-90% του συνολικού προϋπολογισμού των Δ.Ο. Δεύτερη πηγή χρηματοδότησης είναι οι εθνικές και ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις που υποστηρίζουν προωθητικές δράσεις. Άλλες πηγές που αναφέρθηκαν, προέρχονται από υπηρεσίες που παρέχονται σε τρίτους και από κεφάλαια προερχόμενα από εθνικά χρηματοδοτούμενα προγράμματα.

Ποιά είναι τα οφέλη των Διεπαγγελματικών Οργανώσεων

Σύμφωνα με τη μελέτη, τα πραγματικά οφέλη των ΔΟ είναι δύσκολα μετρήσιμα, αλλά αναγνωρίζονται σαφώς από τα μέλη.

Τα πραγματικά οφέλη των ΔΟ που αφορούν τους στόχους της ΚΓΠ, σε σχέση με άλλες μορφές κάθετης συνεργασίας είναι σαφώς ορατά, αλλά έχουν την άυλη μορφή. Οι ΔΟ είναι οντότητες που δεν αγοράζουν / παράγουν / πωλούν προϊόντα και οι οποίες δεν συμμετέχουν στον καθορισμό των τιμών ή σε διαπραγματεύσεις για τις τιμές. Όλες οι συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από τεχνικά και μη- οικονομικά ζητήματα, ακόμη και αν αφορούν οικονομικούς φορείς. Ως εκ τούτου, τα οφέλη είναι έμμεσα και άυλου χαρακτήρα, δεδομένου ότι είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν. Αυτή η μελέτη διαπιστώνει ότι οι πιο επιτυχημένες ΔΟ όσον αφορά τις επιπτώσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού, νομιμοποίηση από τα μέλη και την ΚΓΠ, καθώς και ως προς τα οικονομικά, είναι αυτές που είναι πιο διευρυμένες όσον αφορά τις εργασίες που εκτελούν. Οι διευρυμένες ΔΟ αποτελούν ομάδες πίεσης, καθώς και υποστηρικτές των μελών τους στο δημόσιο διάλογο, εταίροι στη διαμόρφωση των πολιτικών, καθώς και στην εκτέλεση καθηκόντων που τους ανατίθενται, πηγές πληροφόρησης για τα μέλη και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, καθώς και προωθητές της διαφάνειας στις αγορές, φορείς διεξαγωγής συλλογικής έρευνας και οι εταίροι σε συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), προς όφελος των μελών τους και των μη- μελών, που αναλαμβάνουν συλλογικές προωθητικές ενέργειες προς όφελος των μελών τους και των μη μελών, έχουν νομιμοποιηθεί από την αντιπροσωπευτικότητα των μελών τους και από την αναγνώριση τόσο με τη νομική όσο και με την πρακτική έννοια από την κυβέρνηση και είναι επαρκώς χρηματοδοτημένες.

Οι ΔΟ προσφέρουν μια πλατφόρμα συζήτησης μεταξύ των φορέων εντός της οργάνωσης και τη δημιουργία των προϋποθέσεων για συλλογική επικοινωνία με άλλους εταίρους στην αλυσίδα εφοδιασμού.

Τέτοιου είδους πλατφόρμες επιτρέπουν την καλύτερη επικοινωνία μεταξύ των ΔΟ που συμμετέχουν, που είναι, συχνά, οικονομικοί εταίροι, αλλά, επίσης, ανταγωνιστές. Το ενδιαφέρον κάθε ομάδας φορέων στο πλαίσιο των ΔΟ διαφέρει. Η Επικοινωνία διευκολύνεται από το γεγονός ότι τα μέλη της ΔΟ είναι συχνά συνδικάτα ή οργανώσεις στις οποίες, ήδη η οικονομική διάσταση, είναι λιγότερο παρούσα από ότι σε επίπεδο ενεργού φορέα / εταιρείας.

Επιπροσθέτως, η πλατφόρμα αυτή δημιουργεί ένα κομβικό σημείο για την πολιτική του διαλόγου με την κυβέρνηση και τις δημόσιες αρχές. Αυτό το κομβικό σημείο επιτρέπει ρόλο υπεράσπισης είτε κάνοντας προτάσεις πολιτικής προς τις κυβερνήσεις τους ή σχολιάζοντας τις κυβερνητικές προτάσεις. Για τους φορείς χάραξης πολιτικής, οι ΔΟ επιτρέπουν τη διαβούλευση με τους κατάλληλους μηχανισμούς κατά το στάδιο χάραξης πολιτικής. Οι ΔΟ είναι το σημείο εισόδου στην αλυσίδα εφοδιασμού. Ο διάλογος παίρνει τυπικό χαρακτήρα. Ο ρόλος αυτός «επισημοποιείται» από το γεγονός ότι οι ΔΟ αναγνωρίζονται από τις δημόσιες αρχές. Τα στοιχεία από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και τις περιπτωσιολογικές μελέτες δείχνουν ότι οι ΔΟ παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής και είναι πολύ ευπρόσδεκτες από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, καθώς και από τους διαχειριστές, οι οποίοι συνήθως προτιμούν να συναλλάσσονται με μία οργάνωση και όχι με πολλές. Από αυτόν τον κεντρικό ρόλο, οι ΔΟ μπορούν να έχουν περισσότερη απήχηση στο εσωτερικό της αλυσίδας εφοδιασμού μέσω των οργανώσεων μελών της. Η αναγνώριση αυτή οφείλεται στη νομιμοποίηση και κάνει τις ΔΟ αρκετά μοναδικές σε σύγκριση με άλλους τύπους των εμπορικών ενώσεων, οι οποίες δεν έχουν το ίδιο επίπεδο νομιμότητας, καθόσον οι ΔΟ αναγνωρίζονται επισήμως από τις αρχές.

Οι δημόσιες αρχές επωφελούνται επίσης από την παρουσία των ΔΟ στην αλυσίδα εφοδιασμού σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και κρίσεων. Για παράδειγμα, στο τρέχον τεύχος της Ασφάλειας των Τροφίμων που σχετίζεται με την παρουσία της Γρίπης των πτηνών, στο νότο της Γαλλίας, οι δημόσιες αρχές κατόρθωσαν να εφαρμόσουν άμεσα τα προγράμματα έκτακτης ανάγκης, με την υποστήριξη της εφαρμογής εκ μέρους των ΔΟ που μπορούσαν να αναλάβουν άμεσες ενέργειες.

Η προνομιακή σχέση μεταξύ δημόσιων αρχών και μιας συγκεκριμένης ΔΟ που σχετίζεται με τη δυνατότητα να επεκτείνει τα μέτρα ασφαλείας σε όλους τους φορείς εντός του τομέα, παρέχει μια ισχυρή και άμεση ανταπόκριση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης για την ασφάλεια των τροφίμων και καταστάσεις κρίσης. Κανένα άλλο είδος οργανώσεων των βασικών προϊόντων δεν παρέχει τέτοια ισχυρή και αξιόπιστη λύση. Η ειδική και μοναδική σχέση μεταξύ της αλυσίδας εφοδιασμού και των δημόσιων αρχών και οι συνεχείς συζητήσεις μεταξύ των μερών αυτών επιτρέπουν τη συζήτηση για τις καλύτερες προσεγγίσεις όσον αφορά την κατανομή των δραστηριοτήτων στο πλαίσιο της αλυσίδας, και ιδιαίτερα των δημόσιων καθηκόντων.

Οι ΔΟ αποτελούν κέντρα εμπειρογνωμοσύνης που συλλέγουν τεχνικά και οικονομικά δεδομένα, συζητούν τα πορίσματα και στη συνέχεια διαδίδουν αυτή τη γνώση σε μέλη των ΔΟ. Οι δράσεις αυτές οδηγούν επίσης σε

«ομαλοποίηση» της παραγωγής που βασίζεται στην ανάπτυξη και την εφαρμογή των τεχνικών προδιαγραφών που είναι αντανακλάσεις αυτών που διαπιστώθηκαν στις ΔΟ. Αυτό οδηγεί σε μια μορφή τυποποίησης ευνοϊκή για την λειτουργία των “παγκόσμιων” γεωργικών αγορών.

Ένα άλλο βασικό όφελος των ΔΟ στηρίζεται στη βελτιωμένη επικοινωνία μεταξύ των μελών των ΔΟ. Με τη συμμετοχή σε δραστηριότητες των ΔΟ, τα μέλη μαθαίνουν να συνεργάζονται και με όλους τους φορείς της αλυσίδας εφοδιασμού, από ανάντη ως κατάντη.

Σχέση μεταξύ των ΔΟ και των αρμόδιων εθνικών αρχών

Φαίνεται ότι οι σχέσεις μεταξύ των δημόσιων αρχών και των ΔΟ και το βαθμό στον οποίο εμπλέκονται οι δημόσιες αρχές στις δραστηριότητες των ΔΟ, διαφέρουν μεταξύ των Κρατών Μελών. Η εμπειρία, κυρίως στη Γαλλία, έχει δείξει οφέλη, όπου οι φορείς της αλυσίδας αλληλεπιδρούν τακτικά και συχνά μεταξύ τους, όπου περιλαμβάνονται κυρίως συζητήσεις με τις δημόσιες αρχές. Φαίνεται ότι οι ΔΟ λειτουργούν καλύτερα σε ένα περιβάλλον στο οποίο έχουν εφαρμοσθεί όχι μόνο οι ελάχιστες νομικές απαιτήσεις για το έργο τους μέσω ενός κανονιστικού πλαισίου, αλλά όπου ιδίως οι δημόσιες αρχές τις υπερβαίνουν και συνεργάζονται με τις ΔΟ προς όφελος της ανάπτυξης της αλυσίδας εφοδιασμού, είτε συζητώντας νομοθεσία και προγράμματα που σχετίζονται με την αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων, συζητώντας σχετικά με την πιθανή επέκταση των κανόνων και με τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων των ΔΟ. Στην πραγματικότητα, η εσωτερική δομή της ΔΟ (η οργάνωσή της) από μόνη της είναι λιγότερο σημαντική για την καλή λειτουργία της ΔΟ. Οι αρχές λειτουργίας της ΔΟ και οι σχέσεις μεταξύ των εκπροσώπων των ΔΟ και των άλλων φορέων της αλυσίδας εφοδιασμού (που είναι ιδιωτικοί φορείς ή δημόσιες αρχές) είναι οι βασικοί πυλώνες που στηρίζουν μια καλή διακυβέρνηση των ΔΟ.

Ένας από τους λόγους ανάπτυξης των ΔΟ είναι η ανάγκη να έχουν μια καλά λειτουργούσα δομή που να αντιπροσωπεύει τη σχετική αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων, για να είναι σε θέση να συμμετέχουν σε ένα διάλογο με τις δημόσιες αρχές. Με την αναγνώρισή τους, αυτές οι ενώσεις των βασικών προϊόντων διαδραματίζουν συχνά ρόλο συνηγόρου για την υπεράσπιση των συμφερόντων του κλάδου στις πολιτικές συζητήσεις. Οι ΔΟ είναι σαφώς υποστηρικτές των συμφερόντων του κλάδου στους κύκλους χάραξης πολιτικής.

Ως παράδειγμα, οι ΔΟ στον τομέα των οπωροκηπευτικών έχουν δηλώσει κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων ότι ενδιαφέρονται για την οικοδόμηση μιας Ευρωπαϊκής διακρατικής ΔΟ για δύο βασικούς λόγους. Κατ’ αρχάς, για την ανταλλαγή στατιστικών στοιχείων και την εκτέλεση ερευνών αγοράς σε επίπεδο ΕΕ, και όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο, και δεύτερον, για να είναι σε θέση να ενεργούν ως «λόμπι» (ομάδα πίεσης) στο επίπεδο της ΕΕ έναντι του οργάνου που την έχει αναγνωρίσει (η Ευρωπαϊκή Επιτροπή).

Οποιαδήποτε άλλη μορφή συνεργασίας / συμμαχίας μπορεί επίσης να ασκήσει πιέσεις, αλλά η αναγνώρισή της ως μέρους στη διαπραγμάτευση είναι χαμηλότερο, καθόσον μπορεί να έχει δυσκολίες να εδραιώσει τη νομιμοποίησή της σε επίσημο επίπεδο.

Σε ορισμένα Κράτη Μέλη, όπως η Ισπανία και η Ολλανδία, η σχέση μεταξύ των δημόσιων αρχών και των ΔΟ περιορίζονται αυστηρά στο ελάχιστο, όπως ορίζεται από το νόμο (π.χ. η διαδικασία για την αναγνώριση, για την επέκταση και παρακολούθηση). Αυτό σημαίνει ότι αυτά τα Κράτη Μέλη παρέχουν μόνο το απαραίτητο νομικό πλαίσιο για τη διευκόλυνση της λειτουργίας της ΔΟ.

Άλλα Κράτη Μέλη προχωρούν πέρα από αυτό. Για παράδειγμα, στην Ρουμανία, οι ΔΟ έχουν γνώμη σχετικά με τον ορισμό, τον προσανατολισμό και τη ρύθμιση των τομεακών πολιτικών. Η Πορτογαλία ορίζει επίσης μια ειδική υποχρέωση για τις δημόσιες αρχές να συνεργάζονται με τις ΔΟ, έτσι ώστε να μπορούν να επιτύχουν τους στόχους τους.

Ορισμένα Κράτη Μέλη έχουν ακόμα υποστηρίξει οικονομικά την ίδρυση ΔΟ (π.χ. Ισπανία). Αυτό έγινε μέσω εθνικής χρηματοδότησης, που προέρχεται από τον πυλώνα II της ΚΓΠ (χρηματοδοτική στήριξη για τις δραστηριότητες προώθησης). Οι χρηματοδοτήσεις αυτές έχουν μειωθεί ελαφρά με την πάροδο του χρόνου πριν από την πλήρη εκμηδένισή τους στις αρχές της δεκαετίας του 2010.

Υπάρχουν πιο έντονες σχέσεις, όταν ένα Κράτος Μέλος αποφασίζει να εκχωρήσει ορισμένα (επίσημα και μη επίσημα) καθήκοντα στη ΔΟ ή να επιτρέψει την επέκταση των κανόνων.

Οι δημόσιες αρχές έχουν αναθέσει / αναθέτουν επίσημα καθήκοντα στις ΔΟ στη Γαλλία μόνο. Οι νομοθετικές εξελίξεις το 2006, οδήγησαν στην προσθήκη νέων στόχων για τις ΔΟ, όσον αφορά την προστασία από τους επιβλαβείς οργανισμούς και την εφαρμογή εθνικών και κοινοτικών οικονομικών πολιτικών. Στη Γαλλία, για δεκαετίες η GNIS έχει αναλάβει την ευθύνη της πιστοποίησης σπόρων προς σπορά, η οποία είναι δημόσια υποχρέωση. Αυτή η εργασία εκτελείται από την Επίσημη Υπηρεσία Πιστοποίησης (SOC), που είναι μια μονάδα ενσωματωμένη στο οργανόγραμμα της GNIS. Η SOC διευθύνεται από δημόσιο υπάλληλο εκπρόσωπο του Υπουργείου.

Μπορούν να αναφερθούν και άλλες αναλήψεις δημόσιων καθηκόντων. Ένα από τα πιο πρόσφατα και σημαντικά είναι σχετικά με την απόδοση των ζώων, το οποίο είναι σήμερα ένα έργο που διεξάγεται από τη ΔΟ ζώων στη Γαλλία. Οι δημόσιες αρχές πρότειναν ότι το έργο αυτό θα πρέπει να διεξάγεται από τις ΔΟ αντί των επίσημων αρχών ελέγχου και από άλλες δημόσιες αρχές. Ως εκ τούτου, προτάθηκε στις ΔΟ να αναλάβουν αυτό το έργο. Οι διαπραγματεύσεις πήραν αρκετό χρόνο (πολλά χρόνια) πριν επιτευχθεί συμφωνία.