Στην αιγοπροβατοτροφία το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας κατανάλωσης καλύπτεται από την εγχώρια παραγωγή. Η παραγωγή σε αυτή την κατηγορία κρέατος χαρακτηρίζεται από κατακερματισμό και πραγματοποιείται από μη συστηματικές μονάδες παραγωγής. Οι εισαγωγές κρέατος είναι περιορισμένες σε αυτόν τον τομέα. Η αιγοπροβατοτροφία, η οποία είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη σε ορεινές και μειονεκτικές περιοχές, αποτελεί έναν σημαντικό κλάδο της ελληνικής κτηνοτροφίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι στη χώρα μας εκτρέφεται ο μεγαλύτερος αριθμός αιγών μεταξύ των κρατών μελών, παράγοντας το 11-12% του αιγοπρόβειου κρέατος στην Ε.Ε
Η βοοτροφία ως συστηματική δραστηριότητα ξεκίνησε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1960 και παρουσίασε περαιτέρω ανάπτυξη την επόμενη δεκαετία. Η εγχώρια κρεατοπαραγωγική βοοτροφία περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό αγροτικών εκμεταλλεύσεων μικρής σχετικά δυναμικότητας και ένα μικρό αριθμό συστηματικών μονάδων παραγωγής βοείου κρέατος.
Η εγχώρια παραγωγή βοείου/ μοσχαρίσιου κρέατος καλύπτει μειοψηφικό μερίδιο της εγχώριας κατανάλωσης. Η εγχώρια παραγωγή μειώθηκε δραματικά τα τελευταία χρόνια με συνέπεια η ελληνική αγορά να εισάγει περίπου το 70% του Βοείου κρέατος που καταναλώνει, από το εξωτερικό.
Η χοιροτροφία ως συστηματική δραστηριότητα, ουσιαστικά αναπτύχθηκε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής της, η εγχώρια παραγωγή κάλυπτε πλήρως τις ανάγκες της αγοράς, ενώ πλέον καλύπτει σχεδόν το 1/3 της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης χοιρινού κρέατος, δεδομένου ότι έχει επεκταθεί η εισαγωγική διείσδυση σε αυτή την κατηγορία κρέατος, κυρίως από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ελεύθερη διακίνηση προϊόντων σε επίπεδο ενδοκοινοτικού εμπορίου, καθώς και το χαμηλότερο κόστος παραγωγής σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα των εισαγομένων κρεάτων. Στη χοιροτροφία, η Γερμανία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Πολωνία παράγουν σχεδόν το 60% της παραγωγής της Ε.Ε, ενώ η Ελλάδα έχει μικρή συμμετοχή
Η πτηνοτροφία που σήμερα αποτελεί τον πιο οργανωμένο κλάδο κτηνοτροφίας της χώρας με την μεγαλύτερη καθετοποίηση, ξεκίνησε αρχικά με την μορφή της συμπληρωματικής απασχόλησης μικρών οικογενειακών μονάδων. Μεγάλη ανάπτυξη παρουσίασε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, περίοδο κατά την οποία η σχετική δραστηριότητα απέκτησε χαρακτηριστικά συστηματικής εκτροφής εντατικού τύπου και, με τις ανάλογες επενδύσεις, οι μεγάλες παραγωγικές επιχειρήσεις εξελίχθηκαν σε βιομηχανικού τύπου μονάδες. Αποτέλεσμα αυτών είναι η παραγωγή κρέατος πουλερικών να κατέχει πλέον το μεγαλύτερο μερίδιο επί της συνολικής εγχώριας παραγωγής κρέατος. Η πτηνοτροφία έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά έναντι των άλλων κλάδων ζωικής παραγωγής, όπως ταχεία αναπαραγωγή, ικανότητα προσαρμογής σε τεχνικές συνθήκες εκτροφής και άμεση υιοθέτηση των αποτελεσμάτων της επιστήμης και της τεχνολογίας στους τομείς της γενετικής, διατροφής και υγιεινής.
Ο κλάδος παραγωγής κρέατος περιλαμβάνει ακόμα τις σύνθετες μονάδες, οι οποίες ασχολούνται με την εκτροφή ζώων, την παραγωγή, την τυποποίηση κρέατος και την παραγωγή κρεατοσκευασμάτων και αλλαντικών, αποτελούν δηλαδή καθετοποιημένες μονάδες. Στον κλάδο δραστηριοποιούνται και οι μονάδες τεμαχισμού και επεξεργασίας κρέατος, οι οποίες δεν ασχολούνται με την πρωτογενή παραγωγή κρέατος. Πρόκειται για επιχειρήσεις που προμηθεύονται κρέας από την εγχώρια αγορά και το εξωτερικό, το οποίο στη συνέχεια επεξεργάζονται και τυποποιούν. Σημαντική θέση στην αγορά έχουν και οι εταιρείες εισαγωγής και εμπορίας κρέατος.